- φοινικική
- φοινικικόςPhoenicianfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φοινικικῇ — Φοινῑκικῇ , Φοινικικός Phoenician fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοινικικῇ — φοινικικός Phoenician fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φοινικική — Φοινῑκική , Φοινικικός Phoenician fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σολόεις — Φοινικική αποικία στη βορειοδυτική πλευρά της Σικελίας. Βλ. λ. Σολούς … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λάρνακας (Κύπρου), Επαρχιακό — Η συλλογή του μουσείου (Πλατεία Καλογραιών, Λάρνακα), που χτίστηκε το 1969 και εκτίθεται με χρονολογική σειρά σε τέσσερις αίθουσες, περιλαμβάνει ευρήματα από την ευρύτερη περιοχή της Λάρνακας, η οποία είχε κατοικηθεί πολύ πριν από την ίδρυση της… … Dictionary of Greek
Αστυπάλαια — Νησί (96,85 τ. χλμ.) και δήμος (1.238 κάτ.) στον νομό Δωδεκανήσου. Λέγεται και Αστροπαλιά ή Αστουπαλιά. Χωρίζεται σε δύο τμήματα, που συνδέονται μεταξύ τους με μια στενή λωρίδα γης. Το δυτικό τμήμα είναι ψηλότερο (482 μ.) και το ανατολικό φτάνει… … Dictionary of Greek
επιγραφική — Επιστημονικός κλάδος της ιστορίας και της αρχαιολογίας ο οποίος ασχολείται με τις αρχαίες και μεσαιωνικές επιγραφές που είναι γραμμένες, με διάφορους τρόπους, πάνω σε σκληρό υλικό (πέτρα, μάρμαρο, μέταλλο, πηλός κλπ.). Από τη γενική αυτή κατάταξη … Dictionary of Greek